- Χάρμις
- Χάρμιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χάρμι — Χάρμις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρμιδος — Χάρμις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάραλις — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Σαρδούς (Σαρδηνίας) που είχε χτιστεί από τους Καρχηδόνιους. Ονομαζόταν και Χάρμις. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στις όχθες των πηγών που βρίσκονταν κοντά στην πόλη φύτρωνε ένα δηλητηριώδες αγριοσέλινο, το οποίο προκαλούσε… … Dictionary of Greek
Χάρμ' — Χάρμι , Χάρμις fem voc sg Χάρμε , Χάρμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)